ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΛΙΛΑ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΑΤΖΙ
απόσπασμα από το βιβλίο'I AM THE HARMONY'
«Λίλα» είναι η λέξη που στα σανσκριτικά και
στα ινδικά περιγράφει τη δραστηριότητα ή το «παιχνίδι» του Θεού στις διάφορες
εκδηλώσεις Του, σε φυσική μορφή στο δημιουργημένο σύμπαν. Χρησιμοποιείται
συνήθως για τις θαυμαστές, ανεξήγητες για τα ανθρώπινα δεδομένα, δράσεις του
Θεού, αλλά αυτός ο περιορισμός δεν περιλαμβάνεται στον ορισμό της λέξης. Σε
τελική ανάλυση, η ίδια η εμφάνιση του Θεού σε ανθρώπινη μορφή στη Δημιουργία,
αποτελεί και αυτή ένα «λίλα».
Όλοι σχεδόν όσοι γνώρισαν από κοντά τον Σρι
Μπάμπατζι έχουν την εμπειρία κάποιου λίλα να διηγηθούν. Είναι τόσο πολλά αυτά
τα λίλα που είναι αδύνατον να συγκεντρωθούν σε μια συλλογή. Εκτός αυτού, δεν
παρουσιάζουν όλα ενδιαφέρον για τον αναγνώστη, μολονότι όλα είχαν τη σημασία
τους για τα άτομα που συμμετείχαν σε αυτά. Μερικά από αυτά τα λίλα μπορούν να
δώσουν μια ιδέα των δυνάμεων που χρησιμοποιούσε ο Σρι Μπάμπατζι (αν και ο Ίδιος
σπάνια τα παρουσίαζε ως θαύματα Του), και να περιγράψουν το πως ήταν να
βρίσκεται κανείς στην παρουσία Του, ή να είναι πιστός Του μακριά από την άμεση
φυσική παρουσία Του.
Η ικανότητα του Μπάμπατζι να διαβάζει το νου των ανθρώπων
Ο Ραμ Ντας, ένας Αμερικανός που στην παιδική
του ηλικία ήταν σολίστ στο βιολί, είχε μια όμορφη εμπειρία σχετικά με την
ικανότητα του Μπάμπατζι να διαβάζει το νου των ανθρώπων. Ο Ραμ Ντας καθόταν
δίπλα στο βάθρο του Μπάμπατζι στην αίθουσα του κίρταν μετά την τελετή της άρτι.
Ο Σρι Μπάμπατζι είχε πει στον Χαρ Γκοβίντ να παίξει φλάουτο κι εκείνος έπαιζε
όμορφα και με αυθορμητισμό. Όταν ο Χαρ Γκοβίντ τελείωσε, ο Ραμ Ντας σκέφτηκε
πόσο θα ήθελε να είχε φέρει μαζί του το βιολί για να παίξει κι εκείνος στον
Μπάμπατζι. Μόλις πέρασε αυτή η σκέψη από το μυαλό του Ραμ Ντας, ο Μπάμπατζι
στράφηκε προς αυτόν, μιμήθηκε με τις κινήσεις Του έναν βιολιστή και του έκλεισε
το μάτι χαμογελώντας. Μετά στράφηκε πάλι στη σκηνή που διαδραματιζόταν μπροστά
Του.
Μια μέρα που ο Σρι Μπάμπατζι κοιτούσε την
αλληλογραφία που είχε φέρει ο ταχυδρόμος για Εκείνον και τους διαμένοντες στο
άσραμ, έδειξε ένα φάκελο στη Σίλα Ντέβι και ρώτησε: «Για ποιόν είναι αυτό;» Ο
Μπάμπατζι σήκωσε το γράμμα έτσι ώστε να φαίνεται ο γραφικός χαρακτήρας του
αποστολέα και η Σίλα αναγνώρισε αμέσως ότι ήταν της μητέρας της, οπότε απάντησε
ότι ήταν για εκείνη.
Ο Μπάμπατζι γύρισε αργά τον φάκελο με το χέρι
Του, κοιτώντας τον έντονα καθώς τον γυρνούσε, μετά τον παρέδωσε στη Σίλα, χωρίς
να τον ανοίξει, και έπιασε τον επόμενο. Η Σίλα πήρε το γράμμα και πήγε στο
δωμάτιο της να το διαβάσει πριν τον απογευματινό της ύπνο. Το γράμμα ήταν στη
γλώσσα Γκουζράτι και δεν μπορούσε κανείς άλλος να το διαβάσει στο άσραμ, εκτός
από την ίδια. Διάβασε λοιπόν το γράμμα και έπεσε για ύπνο.
Αργότερα το απόγευμα όταν συνάντησε ξανά τον
Σρι Μπάμπατζι, Εκείνος της ανέφερε με ακρίβεια το περιεχόμενο του γράμματος.
Όταν η Σίλα έδειξε την έκπληξή της, ο Μπάμπατζι της είπε ότι μπορούσε να το
κάνει αυτό όποτε επιθυμούσε. Όταν επέστρεψε στο σπίτι της στη Βομβάη, η Σίλα
διάβασε σε ένα βιβλίο για τον Σρι Αουρομπίντο, ότι και εκείνος κατείχε και
χρησιμοποιούσε τη δύναμη αυτή.
Η Γκόρα Ντέβι, η Ιταλίδα, είχε πολλές
εμπειρίες σε σχέση με αυτή την ικανότητα του Μπάμπατζι. Διαχειριζόταν το
μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας Του από το εξωτερικό. Ο Μπάμπα της παρέδιδε
τα γράμματα προτού αυτά ανοιχτούν. Η Γκόρα τα έπαιρνε στο δωμάτιο της, τα
διάβαζε και σημείωνε πάνω σε κάθε φάκελο λίγα λόγια σχετικά με το περιεχόμενό
του, μετά τα πήγαινε πίσω στον Σρι Μπάμπατζι, Του διάβαζε τα σχόλιά της για
κάθε γράμμα και ζητούσε την καθοδήγησή Του για το πώς θα έπρεπε να απαντήσει.
Συνήθως αυτό γινόταν κατά τη διάρκεια του ντάρσαν του Μπάμπατζι. Μερικές φορές,
ο Μπάμπα συνήθιζε να λέει στη Γκόρα ότι της είχε διαφύγει κάτι σημαντικό στα
σχόλιά της πάνω σε κάποια επιστολή και της έλεγε με ακρίβεια το περιεχόμενο της
στο σημείο που ήθελε Εκείνος να απαντήσει.
Ένα χρόνο μετά την συνάντηση των Λαλ με τον
Σρι Μπάμπατζι, η Βίμλα είδε ένα έντονο όνειρο στο οποίο ο Μπάμπατζι πήγε στο
σπίτι της. Εκείνη καθόταν στην τραπεζαρία και ο Μπάμπατζι στάθηκε στη πόρτα και
της ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Η Βίμλα γνώριζε ότι το έθιμό ήταν να σερβίρεται το
νερό (ή τα άλλα ροφήματα) στον Σρι Μπάμπατζι σε ποτήρια από ανοξείδωτο ατσάλι,
το οποίο είχε προηγουμένως πλυθεί με βιμπούτι, δηλαδή τις στάχτες από την ιερή
φωτιά. Στο όνειρό της λοιπόν, η Βίμλα πήγε στη κουζίνα της και έψαξε για ποτήρι
από ανοξείδωτο ατσάλι, αλλά δεν βρήκε κανένα. Τελικά πήρε ένα πορσελάνινο
ποτήρι κι άρχισε να αναρωτιέται πως θα το έπλενε, καθώς δεν είχε βιμπούτι στο
σπίτι της. Είδε ένα κουτί με απορρυπαντικό σε σκόνη και το χρησιμοποίησε ως το
πλησιέστερο υποκατάστατο. Τελικά, γέμισε το ποτήρι με νερό από τη βρύση και το
πήγε στον Μπάμπατζι. Εκείνος έκανε ένα μορφασμό δυσαρέσκειας, αλλά ήπιε το
νερό.
Το όνειρο της Βίμλα ήταν τόσο ζωντανό που το
διηγήθηκε στο σύζυγό της (αλλά σε κανέναν άλλο). Μετά πήγαν και αγόρασαν ένα
πλήρες σετ σκεύη από ανοξείδωτο ατσάλι, για να είναι έτοιμοι να υποδεχτούν τον
Μπάμπατζι αν αποφάσιζε να τους επισκεφθεί στο σπίτι τους.
Λίγες μέρες αργότερα, ο δόκτωρ Λαλ και η
γυναίκα του πήγαν στο Χεϊρακάν. Καθώς πλησίαζαν τον Σρι Μπάμπατζι για να
προσκυνήσουν, Εκείνος ρώτησε «θυμωμένα» τον δόκτορα Λαλ; «Τι γυναίκα είναι αυτή
που δεν μπορεί να προσφέρει σωστά ένα ποτήρι νερό στο γκουρού της;» Σε πολλούς
άλλους πιστούς επίσης, ο Μπάμπατζι έκανε παρατηρήσεις για όνειρα που είχαν δει
με Εκείνον. Όταν Τον ρωτούσαν για τα όνειρα, ο Μπάμπατζι έλεγε συχνά ότι αυτά
είναι δώρα από το Θεό.
Σωματικές αλλαγές
Ο Μπάμπατζι είχε την ικανότητα να αλλάζει
κατά βούληση τη φυσική μορφή Του. Πολλοί άνθρωποι είδαν το πρόσωπό Του να
αλλάζει – σε εκείνο του Ιησού Χριστού, των θεών του Ινδουισμού και πολλών
γνωστών αγίων – μέσα σε λίγα λεπτά καθώς κάθονταν μπροστά Του.
Κατά τη διάρκεια του εορτασμού των
Χριστουγέννων του 1983, ένας Ιταλός πιστός τράβηξε τέσσερις φωτογραφίες, μέσα
σε τέσσερα-πέντε λεπτά, με τον Μπάμπατζι να στέκεται διαδοχικά δίπλα σε
τέσσερις διαφορετικούς άντρες, το ύψος των οποίων κυμαινόταν από 1.70 έως 1.85
περίπου. Σε κάθε μία απ’ αυτές τις
φωτογραφίες ο Μπάμπατζι φαίνεται να έχει το ίδιο ύψος με τον άνδρα που στεκόταν
δίπλα Του.
Μερικά χρόνια νωρίτερα, ένας πολύ ψηλός
γιατρός, γύρω στα δύο μέτρα, ήρθε στο άσραμ. Όλοι θαύμαζαν το ύψος του. Μια
μέρα, ο ταγματάρχης Μπουπίντρα Σάρμα και ένας άλλος πιστός, έψαχναν τον
Μπάμπατζι. Από το άσραμ, το οποίο βρίσκεται περίπου τριάντα μέτρα πάνω από την
κοίτη του ποταμού, εντόπισαν τον Μπάμπατζι στην κοίτη να μιλά με το γιατρό
κοιτώντας τον στο πρόσωπο. Κατέβηκαν τα σκαλιά τρέχοντας προς το μέρος τους.
Όταν έφθασαν εκεί, ο Μπάμπατζι μιλούσε με τον γιατρό και τον κοιτούσε απευθείας
στα μάτια, και οι δύο είχαν το ίδιο ύψος.
Πολλοί άνθρωποι παρατήρησαν επίσης αλλαγές
στο βάρος του Μπάμπατζι. Κάποτε, η Σίτα Ράμι κι εγώ, φέραμε από το Δελχί μια
ζυγαριά για να τοποθετηθεί στο ιατρείο του άσραμ. Όταν επιστρέψαμε στο άσραμ
και προσκυνήσαμε τον Μπάμπατζι, Εκείνος μας ρώτησε τι είχε μέσα το κουτί που
κρατούσαμε και όταν το άνοιξε, ανέβηκε στη ζυγαριά να ζυγιστεί. Το βάρος Του
ήταν τότε εβδομήντα πέντε κιλά.
Κάποτε, όταν ο Μπάμπατζι επισκέφτηκε τον
Ράτζα του Μπάβναγκαρ, ένας συνταξιούχος, παλιός πιστός που λεγόταν Γκουάρντ
Σαχίμπ, ζήτησε από τον Μπάμπατζι να τον επισκεφθεί στο σπίτι του γιου του. Όταν
ο Μπάμπατζι πήγε, ο Γκουάρντ Σαχίμπ περίμενε να Τον υποδεχθεί καθώς θα έβγαινε
από το αυτοκίνητο. Υπάρχει ένα ινδικό έθιμο ο οικοδεσπότης να μεταφέρει κάποιον
επίτιμο καλεσμένο στην πλάτη του όταν έρχεται στο σπίτι του και αυτός ο γέρος
άντρας επέμενε να μεταφέρει τον Μπάμπατζι (ο οποίος εκείνο τον καιρό ζύγιζε
γύρω στα εξήντα πέντε κιλά) μέχρι το σπίτι. Ο Μπάμπατζι ανέβηκε στη πλάτη του
Γκουάρντ Σαχίμπ σαν πίθηκος και εκείνος τον κουβάλησε για καμιά εικοσαριά μέτρα
μέχρι το σπίτι. Ο Γκουάρντ Σαχίμπ είπε μετά στο κόσμο ότι ο Μπάμπατζι ήταν
ελαφρύς σαν παιδί.
Πολλοί άνθρωποι είχαν αυτή την εμπειρία.
Μερικές φορές, καθώς γονάτιζα μπροστά Του, ο Μπάμπατζι κατέβαινε παιχνιδιάρικα
από το κάθισμα Του στο τοίχο έξω από το δωμάτιο Του πατώντας πάνω στην πλάτη
μου. Συχνά νόμιζα ότι απλά είχε ακουμπήσει τη πλάτη μου με το πόδι Του για να
δοκιμάσει τη σταθερότητά μου και μετά συνειδητοποιούσα ότι Εκείνος είχε σηκωθεί
πατώντας με και βρισκόταν ήδη δίπλα μου.
Η θεραπεία
μιας γυναίκας
Υπάρχουν πολλές ιστορίες σχετικά με
ασυνήθιστες και θαυματουργές θεραπείες. Ο Μπουπίντρα Σάρμα, λοχαγός τότε στον
στρατό της Ινδίας σαράντα περίπου χρονών, αφηγήθηκε το παρακάτω λίλα που αφορά
την αρρώστια της γυναίκας του:
«Γεννήθηκα σε οικογένεια που πάντα πίστευε
στη θρησκεία, μεγάλωσα με πούτζα και κίρταν, ενώ πολλοί άγιοι επισκέπτονταν το
σπίτι μας. Κι εγώ πάντα πίστευα στο Θεό σαν κάτι το αφηρημένο, μέχρι που το
1976 η γυναίκα μου αρρώστησε».
Η γυναίκα του, η Σακουντάλα, υπεβλήθη σε
χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση της χολής. Μολονότι οι θεράποντες γιατροί
και οι χειρούργοι ήταν ανάμεσα στους καλύτερους του Δελχί, υπήρξαν επιπλοκές
και είκοσι μέρες μετά η Σακουντάλα βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου.
«Η μητέρα και η θεία μου, αφοσιωμένες πιστές
του Μπάμπατζι, μου είχαν μιλήσει γι’ Αυτόν, αλλά δεν είχα πειστεί. Όταν η
κατάσταση της γυναίκας μου χειροτέρεψε, κατέφυγαν, όπως ήταν φυσικό, στην
προσευχή – σε τέτοιο βαθμό που ο Μπάμπα κάλεσε τη μητέρα μου να πάει να μείνει
μαζί Του στο Χεϊρακάν. Έμεινε εκεί αρκετό καιρό, αλλά η υγεία της γυναίκας μου
δεν βελτιωνόταν καθόλου. Τελικά, υποβλήθηκε και σε δεύτερη εγχείρηση για
τεσσεράμισι ώρες, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε εμφανίσει περιτονίτιδα και ότι η
κοιλιακής της χώρα ήταν γεμάτη πύον. Το αποτέλεσμα ήταν να πάθει ίκτερο με
υψηλό πυρετό και απώλεια βάρους. Τα αντιβιοτικά δεν βοηθούσαν πλέον και ούτε
μπορούσαν να της χορηγήσουν άλλα παυσίπονα γιατί υπήρχε κίνδυνος να πεθάνει.
Ενώ εγώ παρέμενα στο πλευρό της συζύγου μου
ελπίζοντας ότι θα βελτιωθεί η κατάστασή της, η μητέρα και η θεία μου βρίσκονταν
στο Χεϊρακάν ικετεύοντας συνεχώς τον Μπάμπατζι για βοήθεια. Μια μέρα Εκείνος
τους είπε: «Είσαστε σαν βδέλλες. Θέλετε να θεραπεύσω αυτή τη γυναίκα. Γνωρίζετε
αν εκείνη πιστεύει καθόλου σε μένα;»
Έτσι λοιπόν την ρωτήσαμε κι εκείνη απάντησε:
«Όχι δεν πιστεύω σε Εκείνον, ούτε στο ελάχιστο». «Σε τι πιστεύεις λοιπόν;»
ρωτήσαμε ξανά. «Έχω μεγάλη πίστη στη δική σας δυνατή πίστη στον Μπάμπατζι.»
είπε πάλι εκείνη.
Η Σακουντάλα είχε χάσει το μισό της βάρος,
σχεδόν τριάντα κιλά, κι έμοιαζε σαν σάκος με κόκαλα. Οι γιατροί πίστευαν ότι
έπρεπε να χειρουργηθεί ξανά, αλλά φοβόντουσαν ότι δεν θα άντεχε την επέμβαση.
Τελικά, ένας χειρούργος με μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητες του και πίστη στο
Θεό, είπε ότι θα την αναλάμβανε. Έτσι, το Σεπτέμβριο, οι γιατροί αποφάσισαν να
δοκιμάσουν τη νέα εγχείριση. Η μητέρα του λοχαγού Σάρμα ρώτησε τον Μπάμπατζι αν
θα έπρεπε να δοκιμάσουν την εγχείρηση κι Εκείνος απάντησε «Όχι τώρα». Σύμφωνα
με τις οδηγίες Του, η εγχείρηση αναβλήθηκε δυο φορές και τελικά έγινε στις 17
Δεκεμβρίου. Κράτησε επτά ώρες και σαράντα λεπτά. και πάλι εμφανίστηκαν
επιπλοκές, το συκώτι της σταμάτησε να παράγει χολή.
«Τελικά, κάποιοι από τους συγγενείς μου
έγραψαν στη μητέρα μου στο Χεϊρακάν και της ζήτησαν να πει στον Μπάμπατζι ότι
αν δεν ήθελε να την θεραπεύσει καλύτερα να της έδινε ένα γρήγορο τέλος, γιατί
εμείς που βρισκόμασταν στο πλευρό της δεν μπορούσαμε να την βλέπουμε άλλο να
υποφέρει.
Όταν η μητέρα μου έλαβε αυτό το γράμμα
ξέσπασε σε κλάματα. Ο Μπάμπατζι, που στεκόταν κάπου εκεί κοντά, γύρισε προς το
μέρος της και τη ρώτησε τι συνέβη. Εκείνη Του αφηγήθηκε το περιεχόμενο του
γράμματος και ο Μπάμπατζι της είπε ότι έπρεπε να επιστρέψει αμέσως στο Δελχί. Η
μητέρα μου δεν ήθελε να φύγει, έτσι ο Μπάμπατζι της είπε: «Τι θα πει ο κόσμος;
Η νύφη σου είναι ετοιμοθάνατη κι εσύ μένεις με τον μπάμπα σου;» Η μητέρα μου απάντησε:
«Δεν με ενδιαφέρει ο κόσμος, το μόνο που θέλω να ξέρω είναι αν σκοπεύεις να
κάνεις κάτι».
Τότε, ο Μπάμπατζι της είπε να πάει να κάνει
αμέσως μούνταν (το ξύρισμα του κεφαλιού). Η μητέρα μου σκέφτηκε και είπε:
«Μπάμπατζι, ένα χρόνο πριν κάποιος είχε πει ότι έπρεπε να κάνω μούνταν κι Εσύ
απάντησες ότι δεν το χρειαζόμουν. Μετά από ένα χρόνο μαζί Σου, έγινα τόσο
ανάξια και ακάθαρτη ώστε να χρειάζεται να το κάνω;».
Ο Μπάμπατζι χαμογέλασε και της είπε: «Ότι
κάνεις δεν είναι απαραίτητα μόνο για σένα». Εκείνη κατάλαβε αμέσως και πήγε
κάτω στο ποτάμι, όπου η Γκόρα Ντέβι της ξύρισε το κεφάλι. Όταν επέστρεψε, ο
Μπάμπα της έδωσε να φορέσει το δικό Του σκούφο και είπε: «Γιατί δεν πιστεύεις;
Η νύφη σου θα γίνει καλά. Πες στο γιατρό να σταματήσει όλα τα φάρμακα».Το επόμενο
πρωί, ο γιατρός έδωσε εντολή να σταματήσει η χορήγηση όλων των φαρμάκων και από
τον Ιανουάριο και μετά, η υγεία της γυναίκας μου άρχισε να βελτιώνεται χωρίς
φάρμακα».
Όταν σταμάτησαν όλα τα φάρμακα, η οικογένεια
συνέχισε ν’ ακολουθεί τις οδηγίες του Μπάμπατζι. Κάθε βράδυ τοποθετούσαν ένα
μπουκάλι με νερό από τη βρύση στο βωμό του σπιτιού τους. Το πρωί, η θεία του
λοχαγού Σάρμα, η Βίμλα, πήγαινε το νερό στο νοσοκομείο και το έδινε στη
Σακουντάλα να το πιει. Το νερό αυτό άλλαζε χρώμα και σύνθεση και το πρωί
έμοιαζε με τη χολή που το σώμα της δεν μπορούσε να δημιουργήσει.
«Νωρίς ένα πρωί, έφυγα από το δωμάτιο της
γυναίκας μου. Βρισκόταν σε καταστολή και μια νοσοκόμα ήταν μαζί της. Μόλις
έφυγα εμφανίστηκε ο Μπάμπατζι. Η νοσοκόμα σηκώθηκε και ρώτησε: «Ποιος είσαι;»
Εκείνος απάντησε: «Δεν είμαι κακός. Κάνε στην άκρη!». Ο Μπάμπατζι πλησίασε τη
γυναίκα μου, άπλωσε το χέρι Του με σφιγμένη την παλάμη και το πέρασε επτά φορές
γύρω από το σώμα της. Όταν η νοσοκόμα πήγε να Τον ρωτήσει αν ήταν ο Μπάμπατζι,
Εκείνος εξαφανίστηκε.
Την επόμενη φορά που πήγαμε στο Χεϊρακάν Τον
ρωτήσαμε αν είχε επισκεφθεί τη γυναίκα μου στο νοσοκομείο. Δεν το αρνήθηκε,
αλλά απάντησε: «Για δεν ρωτάτε τον Σουάμιτζι, μπορεί να είχε πάει εκείνος». Ένα
χρόνο περίπου μετά, ο Μπάμπατζι παραδέχτηκε ότι είχε επισκεφθεί τη γυναίκα μου».
Η Σακουντάλα θεραπεύτηκε πλήρως ένα μήνα
περίπου μετά την επίσκεψη του Μπάμπατζι στο νοσοκομείο.
Η θεραπεία ενός παιδιού
Το 1976, ο Βιβέκ, ο μοναχογιός του Χεμ Τσαντ
Μπάτ, του δικηγόρου από τη Ναϊνιτάλ και το Χαλντβάνι,
ήταν έξι χρονών και μαθητής στη δεύτερη τάξη του κολεγίου Σαν Ζοζέφ στη
Ναϊνιτάλ. Μια μέρα στα τέλη Νοεμβρίου, ο Βιβέκ ανέβασε πυρετό. Καθώς ήταν
περίοδος εξετάσεων και ο κύριος Μπάτ νόμισε ότι ήταν κοινό κρυολόγημα, του
έδωσε μια ασπιρίνη και τον έστειλε στο σχολείο. Μετά από δυο-τρεις μέρες ο
Βιβέκ ανέβασε κι άλλο πυρετό και δεν μπορούσε να πάει στο σχολείο, έτσι η
οικογένεια μετακινήθηκε στο σπίτι τους στο θερμότερο Χαλντβάνι. Σύντομα πήγαν
το παιδί στο νοσοκομείο, όπου έγινε η διάγνωση ότι ο Βιβέκ έπασχε από τυφοειδή
πυρετό και ότι είχε παρασιτικούς σκώληκες στα έντερα. Ακολουθήθηκε θεραπευτική
αγωγή για τον τυφοειδή πυρετό και μετά από μια βδομάδα αυτός υποχώρησε και το
παιδί βγήκε από το νοσοκομείο. Οι γιατροί τους είπαν να ξαναπάνε σε τρεις
βδομάδες για να γίνουν νέες εξετάσεις.
Στις 24 Δεκεμβρίου, ο Μπάτιτζι πήγε στο
Χεϊρακάν όπως συνήθιζε και είπε στη γυναίκα του να πάει τον Βιβέκ στο
νοσοκομείο για τις εξετάσεις και να υπενθυμίσει στο γιατρό τη διάγνωση για τους
παρασιτικούς σκώληκες στα έντερα. Ο γιατρός βρήκε τον Βιβέκ σε καλή υγεία του
έδωσε ένα τονωτικό και δύο χάπια για τους σκώληκες που θα τα έπαιρνε εναλλάξ
κάθε μέρα.
Όταν ο Βιβέκ πήρε το δεύτερο χάπι,
εμφανίστηκε αίμα στα κόπρανά του και στη συνέχεια αιμορραγούσε συνεχώς. Γύρισε
εσπευσμένα στο νοσοκομείο αλλά οι γιατροί, παρόλο που έκαναν ότι μπορούσαν, δεν
μπορούσαν να σταματήσουν την αιμορραγία.
Ο Βιβέκ πονούσε τόσο πολύ που δεν κατάφερνε να κοιμηθεί πάνω από πέντε λεπτά
και συνολικά ο ύπνος του δεν υπερέβαινε τα τριάντα λεπτά την ημέρα.
Εκείνο το καιρό, ο Μπάτιτζι έμεινε για
ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα στο Χεϊρακάν, μέχρι που ο Μπάμπατζι πήγε στο
Χαλντβάνι στις 9 Ιανουαρίου για μια εννιαήμερη γιάγκυα στο αγρόκτημα του Κάνα
Μάτατζι έξω από το Χαλντβάνι. Όταν έφτασε στην πόλη, ο Μπάμπατζι έμεινε για
λίγο στο σπίτι του Αμάρ Σινγκ. Εκεί πήγε η μητέρα του Μπάτιτζι και τον
ενημέρωσε για την κρίσιμη κατάσταση του παιδιού του κι εκείνος έτρεξε αμέσως
στο νοσοκομείο.
Η κατάσταση του παιδιού πήγαινε από το κακό
στο χειρότερο. Οι γιατροί έκαναν συμβούλιο και παραδέχτηκαν ότι ήταν πέρα από
τις δυνάμεις τους να σώσουν τον Βιβέκ. Είπαν στον Μπάτιτζι ότι αν πήγαινε το
παιδί στο Δελχί ίσως υπήρχε κάποια ελπίδα να σωθεί, αλλά αμφέβαλαν αν θα άντεχε
το ταξίδι. Ο Μπάτιτζι βρήκε ταξί για το Δελχί, αλλά η γυναίκα και η μητέρα του
επέμεναν ότι έπρεπε πρώτα να πάνε τον Βιβέκ στον Μπάμπατζι. Έτσι λοιπόν, τον
μετέφεραν στο αγρόκτημα του Κάνα Μάτατζι. Εκεί, ο Μπάμπατζι, επέπληξε τον
Μπάτιτζι γιατί δεν είχε πίστη σε Εκείνον.
Ο δόκτωρ Λαλ, ο διάσημος γιατρός από το
Δελχί, παρευρισκόταν τότε στη γιάγκυα. Εξέτασε τον Βιβέκ και κατέληξε στο
συμπέρασμα ότι υπήρχε ρήξη στα έντερα του παιδιού. Ετοίμασε μια μεγάλη συνταγή
με περισσότερα από δώδεκα φάρμακα και είπε στους Μπατ ότι θα έπρεπε να
απολυμαίνουν σχολαστικά κάθε σκεύος που θα χρησιμοποιούσαν για τη χορήγηση των
φαρμάκων στο παιδί. Όλοι σχεδόν όσοι είδαν τότε το παιδί πίστευαν ότι ήταν
ανώφελο να του δώσουν κι άλλα φάρμακα, γιατί βρισκόταν πολύ κοντά στο θάνατο.
Τότε, ένας χωρικός που λεγόταν Τίκαραμ ήρθε
και είπε στον Σρι Μπάμπατζι, παρόντος του Μπάτιτζι, ότι ήξερε κάποια βότανα που
μπορεί να έσωναν το παιδί, εάν αυτό ήταν το θέλημα του Μπάμπατζι. Ο Μπάμπατζι
είπε στον Μπάτιτζι να δώσει αμέσως στο παιδί αυτά τα βότανα, αντί για τα
φάρμακα που είχε γράψει ο δόκτορ Λαλ. Έτσι ο Μπάτιτζι ζήτησε από τον Τίκαραμ να
τα φέρει. Ο Τίκαραμ πήγε σε έναν αγρό που βρισκόταν κοντά και έφερε μερικές
ρίζες φυτών, τις έπλυνε και έφτιαξε έναν πολτό με αυτές. Ο Βιβέκ ήπιε το
φάρμακο αυτό και ο Μπάμπατζι είπε στον πατέρα του να τον πάρει στο σπίτι.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, το παιδί
συνέχιζε να πονάει τόσο πολύ που ο Σρι Μπατ σκεφτόταν ότι θα ήταν ευλογία να
πεθάνει για να μην υποφέρει. Κανείς δεν κοιμόταν. Στις 3.30 το πρωί, η μητέρα
του Μπάτιτζι του ζήτησε να πάει το παιδί ξανά στον Μπάμπατζι. Εκείνος πήγε με
μια μοτοσικλέτα στο αγρόκτημα του Κάνα, είπε στον Μπάμπατζι πόσο υπέφερε το
παιδί και Του ζήτησε να έρθει σπίτι του.
Ο Μπάμπατζι απάντησε ότι δεν είχε κάνει ακόμα
το μπάνιο Του και ότι θα πήγαινε αργότερα. Έδωσε στον Μπάτιτζι ένα ροδοπέταλο
και του είπε να δώσει μια σταγόνα από το χυμό του στον Βιβέκ.
Όταν ο Μπάτιτζι επέστρεψε σπίτι ήταν 4.30 και
ο Βιβέκ κοιμόταν ήρεμα, για πρώτη φορά μετά από δυο βδομάδες. Του έδωσαν τη
σταγόνα από το χυμό του ροδοπέταλου χωρίς να τον ξυπνήσουν. Ο Μπάμπατζι πήγε
στο σπίτι στις 9.30 και ο Βιβέκ κοιμόταν ακόμα. Ο Μπάμπατζι τον είδε και είπε
ότι θα γινόταν τελείως καλά. Η αιμορραγία και ο πόνος είχαν σταματήσει. Ο
Μπάμπατζι είπε στους Μπατ να συνεχίσουν να δίνουν στο παιδί το χυμό από τις
ρίζες του Τίκαραμ, όπως και έγινε. Σε λιγότερο από μια βδομάδα, ο Βιβέκ είχε
αναρρώσει πλήρως.
Δυο βδομάδες αργότερα, η οικογένεια πήγε στο
Χεϊρακάν. Ένας από τους γιατρούς που είχε εξετάσει τον Βιβέκ στο νοσοκομείο του
Χαλντβάνι έτυχε να ήταν επίσης εκεί. Ο Μπάτιτζι του πήγε το παιδί να το δει και
ο γιατρός έμεινε έκπληκτος όταν το αντίκρισε. Είπε τότε στον πατέρα του ότι
λόγω του τυφοειδούς πυρετού, τα έντερα του Βιβέκ είχαν εξασθενήσει τόσο που
όταν του έδωσαν τα χάπια έπαθαν ρήξη, μόνο η πίστη και ένα θαύμα ήταν δυνατόν
να του σώσουν τη ζωή.
Ο Μπάμπατζι με τον Σάμι Καπούρ |
Ο Μπάμπατζι θεραπεύει τον διαβήτη του Σάμι Καπούρ
Όπως αναφέρει η Βίβλος και για τον Ιώβ, η
πίστη του ανθρώπου συχνά δοκιμάζεται και η δυνατή πίστη μπορεί να υποβληθεί σε
σκληρή δοκιμασία, όχι μόνο για το καλό του ίδιου του πιστού, αλλά επίσης και
προς όφελος εκείνων που παρατηρούν τα γεγονότα.
Την άνοιξη του 1975, ο Σρι Μπάμπατζι εκτέλεσε
μια μεγάλη γιάγκυα στην κοίτη του ποταμού στο Χεϊρακάν για τα εγκαίνια του
«Οίκου της Βομβάης», του πρώτου μεγάλου ξενώνα στο άσραμ, με μια μεγάλη αίθουσα
στο ισόγειο και οκτώ ατομικά δωμάτια στον πάνω όροφο. Ο Σάμι Καπούρ, που ήταν
γνωστός ως «Μαχάτματζι» (μεγάλη ψυχή), είχε έρθει από τη Βομβάη γι’ αυτόν τον
εορτασμό.
Ο Μαχάτματζι δεν αισθανόταν καλά το τελευταίο
διάστημα και προτού φύγει για το Χεϊρακάν, έκανε ένα τακτικό τσεκ-απ. Ο γιατρός
του, ένας από τους καλύτερους της Βομβάης, είπε στον Σάμιτζι ότι το ζάχαρο στο
αίμα του είχε φθάσει σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα και του συνέστησε μια πολύ
αυστηρή δίαιτα – καθόλου ζάχαρη, αλκοόλ και υδατάνθρακες.
Όταν ο Μαχάτματζι κάθισε μαζί με τον
Μπάμπατζι μετά την άφιξή του στο Χεϊρακάν, ο Μπάμπατζι τον ρώτησε για την υγεία
του. Ο Μαχάτματζι απάντησε ότι είχε διαβήτη και του περιέγραψε τη δίαιτα που
έπρεπε να ακολουθήσει. Η αντίδραση του Μπάμπατζι ήταν να του δώσει ένα κουτί
του ενός κιλού με γλυκά. Ο Μαχάτματζι αναφώνησε: «Μπάμπατζι, αυτά είναι
δηλητήριο για μένα!». Ο Μπάμπατζι όμως του είπε να τα φάει όλα μόνος του! Και
στην επόμενη συνάντησή τους, αργότερα την ίδια μέρα, ο Μπάμπατζι του έδωσε άλλο
ένα κουτί με γλυκά, ενώ του είχε πει επιπλέον να τρώει το κανονικό φαγητό του
άσραμ, ρύζι, πατάτες, τσαπάτι (ψωμί), τροφές δηλαδή που έχουν πολλούς
υδατάνθρακες.
Αφού ακολούθησε αυτή τη διατροφή για τρεις
μέρες, ο Μαχάτματζι αρρώστησε βαριά. Ανέβασε πυρετό και η κατάστασή του ήταν
τέτοια που δεν μπορούσε να βγει από το δωμάτιό του στον νεόκτιστο «Οίκο της
Βομβάης». Τη δεύτερη μέρα παραμονής του στο κρεβάτι, η υγεία του Μαχάτματζι
επιδεινώθηκε πολύ και άρχισε να πέφτει σε κώμα. Την τρίτη μέρα, ο Μαχάτματζι
ήταν συνεχώς σε κώμα.
Όλοι στο άσραμ ανησυχούσαν για την υγεία του
Σάμιτζι. Η θεραπευτική αγωγή του Μπάμπατζι για τον Μαχάτματζι ήταν μια κουταλιά
νερό, το οποίο είχε βράσει με μια κουταλιά «σανφ» (μια γλυκαντική ουσία που
αποτελείται κυρίως από γλυκάνισο), κάθε λίγες ώρες. Ο Ίδιος δεν πήγε στο
δωμάτιο του Σάμιτζι, αλλά έστελνε κάποιον κάθε λίγες ώρες να ρωτήσει για την
υγεία του, ενώ και η σύζυγος του Σάμιτζι, η Νίλα, του έδινε επίσης αναφορά.
Όλοι Του έλεγαν ότι ο Μαχάτματζι χειροτέρευε. Μια κουνιάδα του είχε γίνει
έξαλλη και επέμενε ότι ο Μαχάτματζι έπρεπε να μεταφερθεί σε νοσοκομείο. Η Νίλα
είπε ότι εκείνη και ο Σάμι είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στη θεραπεία του Σρι
Μπάμπατζι και ότι δεν επρόκειτο να φύγει από εκεί.
Το βράδυ πριν από την τελευταία μέρα της
γιάγκυα, ο Μπάμπατζι έδωσε οδηγία να κάνουν το επόμενο πρωί μπάνιο με σφουγγάρι
στο Σάμιτζι και να τον φέρουν στο δωμάτιο Του για το τσάνταν και την τελετή της
φωτιάς που θα γινόταν το χάραμα. Ο Μαχάτματζι είχε βγει από το κώμα και ο
πυρετός είχε υποχωρήσει, αλλά ήταν πολύ αδύναμος για να μετακινηθεί μόνος του.
Έτσι, ο Αμάρ Σινγκ έβαλε τρεις-τέσσερις άντρες να βοηθήσουν τον Μαχάτματζι να
κάνει το μπάνιο του το επόμενο πρωί.
Λίγο μετά τις 3 το πρωί, οι άνθρωποι αυτοί
πήγαν να ξυπνήσουν τον Σάμιτζι και τη Νίλα. Ο Σάμιτζι επέμενε να κάνει κανονικό
μπάνιο, όχι μόνο με το σφουγγάρι, προτού πάει στο δωμάτιο του Μπάμπα για το
τσάνταν. Επειδή ήταν πολύ αδύναμος, ο Μαχάτματζι πήγε υποβασταζόμενος στο κτήμα
του Κουράκ Σινγκ, όπου τον τοποθέτησαν σε μια καρέκλα και του έκαναν μπάνιο
ρίχνοντάς του νερό με κουβά. Στη συνέχεια τον σκούπισαν, τον έντυσαν και τον
οδήγησαν στο δωμάτιο του Σρι Μπάμπατζι.
Ο Μπάμπατζι τον έβαλε να καθίσει στο
δωματιάκι Του και τον ρώτησε πως αισθανόταν. Ο Μπάμπα έβαλε στο μέτωπο του Μαχάτματζι
τη δροσερή, κίτρινη αλοιφή του τσάνταν (πολτός από σανταλόξυλο) και τον άφησε
να κάθεται στο δωμάτιο Του, καθώς οι άλλοι πιστοί προσέρχονταν και εκείνοι για
το τσάνταν. Όταν είχαν περάσει όλοι, ο Μπάμπατζι κάθισε έξω από το δωμάτιο Του
για τη τελετή του χάβαν (ιερή φωτιά) που γίνεται το ξημέρωμα, έχοντας τον
Μαχάτματζι καθισμένο δίπλα Του. Όταν τελείωσε η τελετή και οι άλλοι έφυγαν, ο
Μπάμπα κάθισε και κουβέντιασε με τον Μαχάτματζι για πέντε-δέκα λεπτά και του
είπε ότι θα συμμετείχε στη γιάγκυα που θα γινόταν το πρωί κάτω στη κοίτη του
ποταμού. Ο Μαχάτματζι είπε ότι πιθανότατα δεν θα τα κατάφερνε γιατί δεν είχε
καθόλου δυνάμεις. Ο Μπάμπατζι του απάντησε: «Θα σε πάρω μαζί μου. Τώρα πήγαινε
ξεκουράσου».
Κατά τη διάρκεια του τσάνταν και του χάβαν, ο
Σρι Μπάμπατζι κοίταζε συχνά τον ουρανό. Κανείς άλλος δεν φαίνεται να πρόσεξε τα
σύννεφα που μαζεύονταν. Μόλις ο Μαχάτματζι μπήκε στον «Οίκο της Βομβάης»
ξέσπασε η βροχή. Για δυο ώρες έβρεχε καταρρακτωδώς με αποτέλεσμα το ποτάμι να
πλημμυρίσει αστραπιαία. Εκατοντάδες άνθρωποι είχαν στήσει σκηνές στη φαρδιά
κοιλάδα του ποταμού και υπήρχαν επίσης εκατοντάδες κιλά τροφίμων και άλλα
πράγματα στη κοίτη, λόγω της προετοιμασίας για την μεγάλη τελετή της φωτιάς και
το εορταστικό γεύμα που θα ακολουθούσε. Όταν φάνηκε ότι θα πλημμύριζε το
ποτάμι, ο κόσμος βρήκε καταφύγιο στο ύψωμα του άσραμ, αλλά οι σκηνές και όλα τα
πράγματα που έμεινε εκεί πλημμύρισαν. Το μόνο σημείο που δεν πλημμύρισε ήταν το
χάβανκουντ (ο λάκκος της φωτιάς), το οποίο βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο της κοίτης.
(Αργότερα εκείνη τη μέρα, οι πιστοί επέστρεψαν κάτω στην κοίτη και βρήκαν
σχεδόν όλα τα πράγματα τους, ακόμα και πορτοφόλια, ρολόγια και κοσμήματα.
Λέγεται μάλιστα ότι δεν κλάπηκε τίποτα).
Η πρωινή άρτι τελέστηκε ως συνήθως στο ναό,
ενώ μερικοί πιστοί έκαναν ξανά τις ετοιμασίες για την τελετή της φωτιάς
κατεβάζοντας νέες προμήθειες από τις αποθήκες του άσραμ. Μετά την άρτι, ο Σρι
Μπάμπατζι κατέβηκε για το χάβαν και πήρε μαζί Του τον Μαχάτματζι. Η βροχή είχε
τελειώσει και ο ήλιος έλαμπε.
Η τελετή του χάβαν κράτησε δυο ώρες. Ο
Μαχάτματζι καθόταν όλο αυτό το διάστημα και συμμετείχε στη τελετή. Ο ουρανός
συννέφιασε πάλι και έβρεξε κατά τη διάρκεια του χάβαν. Όλοι οι συμμετέχοντες
βράχηκαν αλλά η φωτιά δεν έσβησε. Κάποια στιγμή ο Σρι Μπάμπατζι κοίταξε ξανά
τον ουρανό και βγήκε ο ήλιος.
Μετά τη τελετή, ο Σρι Μπάμπατζι οδήγησε
σιγά-σιγά τον Μαχάτματζι στα 108 σκαλιά που οδηγούν πάνω στο άσραμ. Εκεί ο
Μαχάτματζι, ο οποίος κανονικά έκανε δώδεκα με δεκαπέντε λεπτά ν’ ανέβει με
δυο-τρία διαλείμματα, εξαιτίας του βάρους του, είπε στον Μπάμπατζι ότι θα
ανέβαινε αργά. Του πρότεινε μάλιστα να προχωρήσει Εκείνος μπροστά και να τον
αφήσει. Ο Μπάμπατζι απάντησε: «Θα σε πάρω μαζί Μου» και πράγματι έπιασε τον
Μαχάτματζι από το χέρι και σε ένα λεπτό είχαν φτάσει στην κορυφή της σκάλας,
όπου η οικογένεια του Μαχάτματζι περίμενε και τους παρακολουθούσε. Ένα άτομο σε
καλή φυσική κατάσταση μπορεί ν’ ανέβει τα απότομα σκαλιά σε ένα λεπτό, αλλά
χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια.
Την επόμενη μέρα, ο Μαχάτματζι και η
οικογένειά του έφυγαν για τη Βομβάη. Ο Μπάμπατζι του είπε να κάνει νέες
εξετάσεις και να Τον ενημερώσει για τα αποτελέσματά. Πράγματι, έτσι έγινε και
οι γιατροί έκπληκτοι δεν βρήκαν καμία ανωμαλία στο ζάχαρο του Σάμι Καπούρ. Ο
Σάμιτζι επέστρεψε στις παλιές του διατροφικές συνήθειες και ποτέ δεν του
ξαναεμφανίστηκε πρόβλημα με το ζάχαρο.
Ο Μπάμπατζι
επαναφέρει έναν άνθρωπο στη ζωή
Όταν ο Καναδός Τζον Στιούαρτ, ο οποίος έγινε
μετέπειτα γνωστός ως Κουράκ Σινγκ, πήγε για πρώτη φορά στο Χεϊρακάν το 1977, ο
Σρι Μπάμπατζι τον έστειλε να μείνει με τον Πρεμ Μπάμπα στη σπηλιά του Χεϊρακάν
στην όχθη του ποταμού απέναντι από τα κτίρια του άσραμ. Ο Πρεμ Μπάμπα, ένας
ρωμαλέος άνδρας περίπου εβδομήντα χρόνων τότε, ήταν γνωστός, ανάμεσα σε άλλα
πράγματα, για τη μεγάλη ποσότητα των τσάρα (ένα τοπικό είδος μαριχουάνας) που
κάπνιζε, και ο Κουράκ Σινγκ προσπάθησε να τον συναγωνιστεί. Ο Κουράκ όμως, νέος
τότε 23 χρονών που είχε «δοκιμάσει τα πάντα», δεν μπορούσε να αντέξει τα τσάρα,
ήταν συνεχώς μαστουρωμένος και σύντομα αρρώστησε. Ο Μπάμπατζι ανέθεσε στον
Κουράκ Σινγκ καθήκοντα «γιατρού» στο άσραμ. Δίπλα στη σπηλιά στήθηκε μια καλύβα
από χόρτο που ονομάστηκε «νοσοκομείο» και εκεί ο Κουράκ έδινε ασπιρίνες σε
όλους όσους πήγαιναν εκεί, ανεξάρτητα από την πάθησή τους.
ο Πρεμ Μπάμπα |
Κάποτε, ο Πρεμ Μπάμπα έπαθε μια σοβαρή
μόλυνση στο ένα πόδι του. Σε μια-δυο μέρες είχε πρηστεί και γεμίσει με πύον και
ο Πρεμ Μπάμπα πονούσε πολύ. Ο Μπάμπατζι είπε στον Κουράκ να ανοίξει το απόστημα
που είχε δημιουργηθεί για να καθαρίσει τη μόλυνση. Του είπε να τοποθετήσει ένα
μεγάλο κουτί πάνω σ’ ένα τραπέζι και να βάλει τον Πρεμ Μπάμπα να καθίσει επάνω,
έτσι ώστε το πόδι του να βρίσκεται ψηλά. Μετά ο Μπάμπατζι έφυγε, αφήνοντας τον
Κουράκ να στήσει το αυτοσχέδιο «χειρουργείο» του.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο Πρεμ Μπάμπα ανέβηκε
στο τραπέζι και κάθισε πάνω στο κουτί, ενώ ο Κουράκ Σινγκ με νευρικές κινήσεις
αποστείρωσε το μαχαίρι του και επέλεξε ένα σημείο για να κάνει τομή στο
μολυσμένο πόδι. Όταν ο Κουράκ έκανε την τομή, ο Πρεμ Μπάμπα τινάχτηκε απότομα
και έχασε τις αισθήσεις του από το πόνο. Με την απότομη κίνηση που έκανε, το
κουτί γλίστρησε από το τραπέζι και ο Πρεμ Μπάμπα έπεσε κάτω με το κεφάλι. Ο
πανικοβλημένος Κουράκ Σινγκ προσπάθησε να συνεφέρει τον Πρεμ Μπάμπα, αλλά
εκείνος δεν αντιδρούσε καθόλου. Όταν έπιασε τον καρπό του και είδε ότι δεν είχε
σφυγμό, ο Κουράκ έβαλε απελπισμένος τις φωνές ζητώντας βοήθεια.
Ένας γιατρός που είχε έρθει από το Δελχί την
προηγούμενη μέρα, έτυχε να βρίσκεται κοντά και έσπευσε στο σημείο αυτό. Με
ήρεμο και επαγγελματικό τρόπο έπιασε τον καρπό του Πρεμ Μπάμπα και επιβεβαίωσε
ότι δεν είχε καθόλου σφυγμό. Ο Κουράκ άρχισε να κλαίει με λυγμούς και να τρέχει
γύρω-γύρω υστερικά. Ο γιατρός από το Δελχί έκανε μαλάξεις στην καρδιά του Πρεμ
Μπάμπα και είπε στον Κουράκ να σωπάσει και να του κάνει και εκείνος μασάζ στα πόδια.
Ο Χοκούμ Σινγκ, ο οποίος με άλλο όνομα ήταν
φωτογράφος διεθνούς φήμης, βρισκόταν επίσης κοντά στο «νοσοκομείο» της σπηλιάς.
Είδε τι συνέβη και είχε την ψυχραιμία να αναζητήσει τον Μπάμπατζι. Τον βρήκε
στο άσραμ να μιλάει με τον Σουάμι Φακιρανάντατζι και Του διηγήθηκε αμέσως τα
συμβάντα. Ο Μπάμπατζι αντέδρασε πολύ ήρεμα, σηκώθηκε κι άρχισε να κατηφορίζει
προς την κοίτη του ποταμού, συνεχίζοντας στο δρόμο την κουβέντα με τον
Σουάμιτζι.
Όταν ο Μπάμπατζι και ο Σουάμιτζι έφθασαν στο
«νοσοκομείο, ο Μπάμπατζι μπήκε μέσα στην καλύβα, κοίταξε την αχυροσκεπή που
είχε τοποθετηθεί πρόσφατα κι άρχισε να επιπλήττει τον Κουράκ Σινγκ γιατί είχε
χρησιμοποιήσει λάθος είδος φλοιού δέντρου για να φτιάξει τα σχοινιά που
συγκρατούσαν τα άχυρα της οροφής. Δεν έδωσε καμία σημασία στο δράμα που
εκτυλισσόταν γύρω από το σώμα του Πρεμ Μπάμπα. Μετά από ένα-δυο λεπτά, ο Χοκούμ
Σινγκ παρακάλεσε τον Μπάμπατζι να κάνει κάτι γρήγορα.
Τελικά, ο Σρι Μπάμπατζι στράφηκε στον Κουράκ
Σινγκ και του είπε να πάει στο μαγαζί του Τσάνταν Σινγκ και να φέρει λίγο γκυ (διυλισμένο
βούτυρο) και να το τρίψει στο κεφάλι του Πρεμ Μπάμπα. Είπε επίσης, ότι μετά από
πέντε λεπτά ο Πρεμ Μπάμπα θα ήταν καλά. Έτσι λοιπόν, ο Κουράκ έτρεξε στην
απέναντι όχθη του ποταμού ως το μαγαζί του Τσάνταν Σινγκ και γύρισε φέρνοντας
το γκυ. Όταν ο Κουράκ επέστρεψε, ο Μπάμπατζι είχε ήδη φύγει
Μέχρι εκείνη την ώρα ο Πρεμ Μπάμπα έχανε
ζωτικά υγρά, ένα υπόλευκο υγρό έτρεχε από τα μάτια, τα αυτιά, τη μύτη και το
στόμα του. Ο Κουράκ κάθισε κάτω, έβαλε το κεφάλι του Πρεμ Μπάμπα στα πόδια του
κι άρχισε να το τρίβει με γκυ. Ακριβώς όπως είπε ο Μπάμπατζι, μετά από πέντε
λεπτά ο Πρεμ Μπάμπα ανασηκώθηκε. Αμέσως ζήτησε να του ετοιμάσουν ένα τσίλαμ και
ο Χουράκ Σινγκ, ο βρετανός που ήταν υπεύθυνος στο μαγαζάκι του άσραμ, πίεσε
καπνό και τσάρα σε ένα τσίλαμ από πηλό και το άναψε για τον Πρεμ Μπάμπα.
Ο Πρεμ Μπάμπα τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από
το τσίλαμ και μετά κάθισε πίσω κι άρχισε να καταριέται τον Κουράκ Σινγκ. Είπε
ότι είχε ελευθερωθεί, η ψυχή του βρισκόταν έξω από το σώμα του και κοίταζε κάτω
αυτό το τρελό σκηνικό νιώθοντας ανακούφιση. Μετά ήρθε ο Μπάμπατζι, ο οποίος
ανταποκρίθηκε στα δάκρια και τα παρακάλια του Κουράκ Σινγκ και πρόσταξε τη ψυχή
του Πρεμ Μπάμπα να επιστρέψει στο σώμα και να το επαναφέρει στη ζωή. Ο Πρεμ
Μπάμπα ήταν τόσο έξαλλος που πετάχτηκε πάνω, χτύπησε τον Κουράκ και μετά έπεσε
πίσω τελείως εξαντλημένος.
Για τρεις μέρες, ο Πρεμ Μπάμπα παρέμεινε στο
κρεβάτι και κοιμόταν. Ξυπνούσε μόνο για να πιει λίγο γάλα και μετά έπεφτε ξανά
για ύπνο. Την τέταρτη μέρα σηκώθηκε και επέστρεψε κανονικά στη δουλειά.
Αλήθεια, Απλότητα, Αγάπη